σαρακοστιανό

σαρακοστιανό
το
νηστίσιμο φαγητό: Φάγαμε σαρακοστιανά όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • σαρακοστιανός — και σαρακοστινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρακοστή, νηστήσιμος 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδος τροφής που δεν έχει ζωική προέλευση και τρώγεται κατά την περίοδο τής νηστείας 3. μτφ. άνθρωπος υπερβολικά αδύνατος, κοκαλιάρης,… …   Dictionary of Greek

  • σαρακοστιανός — ή, ό 1. νηστίσιμος: Σαρακοστιανό φαγητό. 2. ισχνός, πολύ λεπτός: Σαρακοστιανή γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”